Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προασπισμένος η προασπισμένη το προασπισμένο
      γενική του προασπισμένου της προασπισμένης του προασπισμένου
    αιτιατική τον προασπισμένο την προασπισμένη το προασπισμένο
     κλητική προασπισμένε προασπισμένη προασπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προασπισμένοι οι προασπισμένες τα προασπισμένα
      γενική των προασπισμένων των προασπισμένων των προασπισμένων
    αιτιατική τους προασπισμένους τις προασπισμένες τα προασπισμένα
     κλητική προασπισμένοι προασπισμένες προασπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προασπισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία