Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προασπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προασπισμέν
ος
η
προασπισμέν
η
το
προασπισμέν
ο
γενική
του
προασπισμέν
ου
της
προασπισμέν
ης
του
προασπισμέν
ου
αιτιατική
τον
προασπισμέν
ο
την
προασπισμέν
η
το
προασπισμέν
ο
κλητική
προασπισμέν
ε
προασπισμέν
η
προασπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προασπισμέν
οι
οι
προασπισμέν
ες
τα
προασπισμέν
α
γενική
των
προασπισμέν
ων
των
προασπισμέν
ων
των
προασπισμέν
ων
αιτιατική
τους
προασπισμέν
ους
τις
προασπισμέν
ες
τα
προασπισμέν
α
κλητική
προασπισμέν
οι
προασπισμέν
ες
προασπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προασπισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προασπίζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροάσπιστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
προασπίζω
και
ασπίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προασπισμένος