προαπαιτούμενο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προαπαιτούμενο | τα | προαπαιτούμενα |
γενική | του | προαπαιτούμενου | των | προαπαιτούμενων |
αιτιατική | το | προαπαιτούμενο | τα | προαπαιτούμενα |
κλητική | προαπαιτούμενο | προαπαιτούμενα | ||
Και γενική πληθυντικού, των προαπαιτουμένων. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαπαιτούμενο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής προαπαιτούμενος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.a.peˈtu.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐α‐παι‐τού‐με‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
προαπαιτούμενο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- προϋπόθεση που πρέπει να εκπληρωθεί ώστε να καταστεί κάτι δυνατό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαπαιτούμενο
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
προαπαιτούμενο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προαπαιτούμενος
Πηγές επεξεργασία
- προαπαιτούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προαπαιτώ, προαπαιτούμενα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας