πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προαπαιτούμενο τα προαπαιτούμενα
      γενική του προαπαιτούμενου των προαπαιτούμενων
    αιτιατική το προαπαιτούμενο τα προαπαιτούμενα
     κλητική προαπαιτούμενο προαπαιτούμενα
Και γενική πληθυντικού, των προαπαιτουμένων.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.a.peˈtu.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προαπαιτούμενο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προαπαιτούμενο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία