πρεσβυτεριανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεσβυτεριανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική presbytérianisme[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική presbyterianism[1] / Presbyterianism < υστερολατινική presbyterium < ελληνιστική κοινή πρεσβυτέριον < αρχαία ελληνική πρσβύτης < πρέσβυς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεσβυτεριανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) κλάδος του χριστιανισμού με βάση την καλβινιστική θεολογία και χαρακτηριστικά τη διοίκηση της εκκλησίας από πρεσβύτερους
Συγγενικά
επεξεργασία- πρεσβυτεριανός
- → δείτε τις λέξεις πρεσβύτερος και πρέσβυς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρεσβυτεριανισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πρεσβυτεριανισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)