καλβινιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλβινιστικός < καλβινιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καλβινιστικός
- (θρησκεία) που έχει σχέση με τον καλβινισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλβινιστικός
καλβινιστικός