πρελούδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρελούδιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική preludio < λατινική preludium < praeludere < prae ("πριν") + ludere < lūdō ("παίζω")
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρελούδιο ουδέτερο
- (μουσική) μουσικό κομμάτι που λειτουργεί ως προοίμιο (εισαγωγή), σε μουσικό έργο
- άλλη μορφή: πρελούντιο
- (μουσική φόρμα) ανεξάρτητο μουσικό κομμάτι, συνήθως σύντομο, που έχει ελεύθερο, αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα
- άλλη μορφή: πρελούντιο
- (κατ' επέκταση) προοίμιο, προανάκρουσμα, τα προκαταρκτικά μια πράξης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- praeambulum (λατινικά)