ludo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ludo | ludoj |
αιτιατική | ludon | ludojn |
ludo (eo)
- la olimpiaj ludoj, οι Ολυμπιακοί Αγώνες
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ludo | ludoj |
αιτιατική | ludon | ludojn |
ludo (eo)