πραγματιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραγματιστικός < πραγματιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πραγματιστικός
- που έχει σχέση με τον πραγματισμό ή τον πραγματιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πραγματισμός και πράγμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραγματιστικός