πραγματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραγματιστής < πράγμα + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliste)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπραγματιστής αρσενικό (θηλυκό: πραγματίστρια)
- που σκέφτεται και ενεργεί βάσει της πραγματικότητας κι όχι του συναισθήματος ή της θεωρίας
- (φιλοσοφία) οπαδός του πραγματισμού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πραγματισμός και πράγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πραγματιστής
|