Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pragmatique pragmatiques

pragmatique (fr) θηλυκό

  1. η πραγματολογία




  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁaɡ.ma.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pragmatique pragmatiques

pragmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πραγματιστικός

Συγγενικά

επεξεργασία