πορταμέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορταμέντο < ιταλική portamento < portare < λατινική portare < porto (φέρω, μεταφέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορταμέντο ουδέτερο
- (μουσική) η ομαλή, ολισθαίνουσα μετάβαση από τη μια νότα στην άλλη, ιδίως στα έγχορδα όργανα
- ※ Τα σημεία τα οποία και προσέχτηκαν ιδιαίτερα αφορούσαν στην τήρηση των μελωδικών χρωματισμών, στα glissandi, πορταμέντα και τα μακρά μελίσματα τα οποία και αποκαλεί «βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μουσικής». (Ιωάννης Λυμπέρης, Μουσική λαογραφία και εθνομουσικολογία στην Ελλάδα: λαογραφικές, μουσικολογικές και ανθρωπολογικές διαστάσεις. Μία ιστορική επισκόπηση για τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, σελ. 302)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Portamento στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορταμέντο