ολισθαίνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολισθαίνων | η | ολισθαίνουσα | το | ολισθαίνον |
γενική | του | ολισθαίνοντος | της | ολισθαίνουσας & ολισθαινούσης* |
του | ολισθαίνοντος |
αιτιατική | τον | ολισθαίνοντα | την | ολισθαίνουσα | το | ολισθαίνον |
κλητική | ολισθαίνων | ολισθαίνουσα | ολισθαίνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολισθαίνοντες | οι | ολισθαίνουσες | τα | ολισθαίνοντα |
γενική | των | ολισθαινόντων | των | ολισθαινουσών | των | ολισθαινόντων |
αιτιατική | τους | ολισθαίνοντες | τις | ολισθαίνουσες | τα | ολισθαίνοντα |
κλητική | ολισθαίνοντες | ολισθαίνουσες | ολισθαίνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολισθαίνων ουδέτερο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ολισθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολισθαίνων
|