πονεσιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πονεσιάρης | η | πονεσιάρα | το | πονεσιάρικο |
γενική | του | πονεσιάρη | της | πονεσιάρας | του | πονεσιάρικου |
αιτιατική | τον | πονεσιάρη | την | πονεσιάρα | το | πονεσιάρικο |
κλητική | πονεσιάρη | πονεσιάρα | πονεσιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πονεσιάρηδες | οι | πονεσιάρες | τα | πονεσιάρικα |
γενική | των | πονεσιάρηδων | — | των | πονεσιάρικων | |
αιτιατική | τους | πονεσιάρηδες | τις | πονεσιάρες | τα | πονεσιάρικα |
κλητική | πονεσιάρηδες | πονεσιάρες | πονεσιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.neˈsça.ris/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νε‐σιά‐ρης
Επίθετο
επεξεργασίαπονεσιάρης, -α, -ικο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πονεσιάρης
|
Πηγές
επεξεργασία- πονεσιάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πονεσιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πονεσιάρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)