πόνεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόνεση | ||
γενική | της | πόνεσης | ||
αιτιατική | την | πόνεση | ||
κλητική | πόνεση | |||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόνεση θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η συμπόνια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πόνεση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πόνεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας