Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτοξος η πολύτοξη το πολύτοξο
      γενική του πολύτοξου της πολύτοξης του πολύτοξου
    αιτιατική τον πολύτοξο την πολύτοξη το πολύτοξο
     κλητική πολύτοξε πολύτοξη πολύτοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτοξοι οι πολύτοξες τα πολύτοξα
      γενική των πολύτοξων των πολύτοξων των πολύτοξων
    αιτιατική τους πολύτοξους τις πολύτοξες τα πολύτοξα
     κλητική πολύτοξοι πολύτοξες πολύτοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύτοξος < πολυ- + τόξο + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πολύτοξος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία