Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίτοξος η δίτοξη το δίτοξο
      γενική του δίτοξου της δίτοξης του δίτοξου
    αιτιατική τον δίτοξο τη δίτοξη το δίτοξο
     κλητική δίτοξε δίτοξη δίτοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίτοξοι οι δίτοξες τα δίτοξα
      γενική των δίτοξων των δίτοξων των δίτοξων
    αιτιατική τους δίτοξους τις δίτοξες τα δίτοξα
     κλητική δίτοξοι δίτοξες δίτοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίτοξος < (δις) δί- + τόξ(ο) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δίτοξος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τόξο

  Μεταφράσεις επεξεργασία