πολυόλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυόλη | οι | πολυόλες |
γενική | της | πολυόλης | των | πολυολών |
αιτιατική | την | πολυόλη | τις | πολυόλες |
κλητική | πολυόλη | πολυόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyol < αρχαία ελληνική πολύς + αγγλική alcohol < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυόλη θηλυκό
- (χημεία) οργανική ένωση που περιέχει πολλαπλές ομάδες υδροξυλίου (−OH)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Polyol στην αγγλική Βικιπαίδεια