πολυψώνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυψώνιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυψώνι(ον) + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + ψώνιο (στη σημασία ψώνια).
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈpso.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐ψώ‐νι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυψώνιο ουδέτερο
- (οικονομία) ο επηρεασμός των τιμών της αγοράς εξαιτίας των συναλλαγών πολλών αγοραστών
- ※ Όσον αφορά τις εισροές, πάλι παρατηρείται ασυμμετρία με τους πωλητές να σχηματίζουν ολιγοπώλιο και τους αγοραστές πολυψώνιο. (*)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυψώνιο
|
Πηγές επεξεργασία
- πολυψώνιο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)