πολυπώλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπώλιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυπώλι(ον) + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -πώλιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυπώλιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπώλιο
|
Πηγές επεξεργασία
- πολυπώλιο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)