Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυπώλιο τα πολυπώλια
      γενική του πολυπωλίου
πολυπώλιου
των πολυπωλίων
    αιτιατική το πολυπώλιο τα πολυπώλια
     κλητική πολυπώλιο πολυπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπώλιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυπώλι(ον) + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -πώλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπώλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία