πολυπώλιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυπώλιον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) πολυπώλιο
- ※ Εἰς τὸ ἀτελὲς πολυπώλιον μέγας ἀριθμὸς πωλητῶν προσφέρει τὸ αὐτὸ εἶδος ἀγαθοῦ, ὑπὸ μὴ τυποποιημένην μορφήν
- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παύλος Δρανδάκης, τόμος 1ος, Εκδ.Φοίνιξ, 1956.