Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυπάθεια οι πολυπάθειες
      γενική της πολυπάθειας των πολυπαθειών
    αιτιατική την πολυπάθεια τις πολυπάθειες
     κλητική πολυπάθεια πολυπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπάθεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυπάθεια < αρχαία ελληνική πολύς + -πάθεια < πάσχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπάθεια θηλυκό

  1. (ιατρική, παρωχημένο) γενική πάθηση, πολλά ψυχικά ή σωματικά πάθη που έχει κάποιος
  2. (μεταφορικά) η ιδιότητα του πολυπαθούς
    ※  Σε αυτά όμως τα κείμενα ο Παλαμάς δεν βρήκε τίποτε σχετικά με τη θέα και ουσία του Θεού και το μόνο που βρήκε να λέγεται ήταν ότι την οικείωση προς τον Θεό δεν την φέρει η πολυπάθεια, αλλά η καθαρότητα και η προσευχή (Τριάς Πρώτη: Ησυχαστική μέθοδος προσευχής και μεταμόρφωση του σώματος, Alexander Milenkovits, 2018, pemptousia.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυπάθει αἱ πολυπάθειαι
      γενική τῆς πολυπαθείᾱς τῶν πολυπαθειῶν
      δοτική τῇ πολυπαθεί ταῖς πολυπαθείαις
    αιτιατική τὴν πολυπάθειᾰν τὰς πολυπαθείᾱς
     κλητική ! πολυπάθει πολυπάθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυπαθεί
γεν-δοτ τοῖν  πολυπαθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπάθεια < πολυπαθ(ής) + -εια. Αναλύεται σε πολυ- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπάθεια θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία