→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυπαθής τὸ πολυπαθές
      γενική τοῦ/τῆς πολυπαθοῦς τοῦ πολυπαθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πολυπαθεῖ τῷ πολυπαθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυπαθ τὸ πολυπαθές
     κλητική ! πολυπαθές πολυπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυπαθεῖς τὰ πολυπαθ
      γενική τῶν πολυπαθῶν τῶν πολυπαθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυπαθέσ(ν) τοῖς πολυπαθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυπαθεῖς τὰ πολυπαθ
     κλητική ! πολυπαθεῖς πολυπαθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυπαθεῖ τὼ πολυπαθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πολυπαθοῖν τοῖν πολυπαθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπαθής < πολυ- + -παθής (πάθος)

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυπαθής, -ής, -ές

  1. που έχει πολλά πάθη
  2. που είναι πολύπαθος, έχει πάθει πολλά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πολύς και πάθος