πολυκαταγραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκαταγραφικός < πολυ- + καταγραφικός
Επίθετο επεξεργασία
πολυκαταγραφικός
- που έχει σχέση με συσκευή που καταγράφει πολλές παραμέτρους ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πολυκαταγραφικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκαταγραφικός
|