Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκαταγραφικός η πολυκαταγραφική το πολυκαταγραφικό
      γενική του πολυκαταγραφικού της πολυκαταγραφικής του πολυκαταγραφικού
    αιτιατική τον πολυκαταγραφικό την πολυκαταγραφική το πολυκαταγραφικό
     κλητική πολυκαταγραφικέ πολυκαταγραφική πολυκαταγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκαταγραφικοί οι πολυκαταγραφικές τα πολυκαταγραφικά
      γενική των πολυκαταγραφικών των πολυκαταγραφικών των πολυκαταγραφικών
    αιτιατική τους πολυκαταγραφικούς τις πολυκαταγραφικές τα πολυκαταγραφικά
     κλητική πολυκαταγραφικοί πολυκαταγραφικές πολυκαταγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυκαταγραφικός < πολυ- + καταγραφικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυκαταγραφικός

  1. που έχει σχέση με συσκευή που καταγράφει πολλές παραμέτρους ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πολυκαταγραφικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία