Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυκαταγραφικό τα πολυκαταγραφικά
      γενική του πολυκαταγραφικού των πολυκαταγραφικών
    αιτιατική το πολυκαταγραφικό τα πολυκαταγραφικά
     κλητική πολυκαταγραφικό πολυκαταγραφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυκαταγραφικό < πολυ- + καταγραφικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυκαταγραφικό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολυκαταγραφικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυκαταγραφικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυκαταγραφικός