Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολυηχής τὸ πολυηχές
      γενική τοῦ/τῆς πολυηχοῦς τοῦ πολυηχοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πολυηχεῖ τῷ πολυηχεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυηχ τὸ πολυηχές
     κλητική ! πολυηχές πολυηχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολυηχεῖς τὰ πολυηχ
      γενική τῶν πολυηχῶν τῶν πολυηχῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυηχέσ(ν) τοῖς πολυηχέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυηχεῖς τὰ πολυηχ
     κλητική ! πολυηχεῖς πολυηχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυηχεῖ τὼ πολυηχεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πολυηχοῖν τοῖν πολυηχοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυηχής < πολυ- + ἦχ(ος) + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

πολυηχής, -ής, -ές

  1. με πολλούς διαφορετικούς τόνους, ήχους (όπως για το αηδόνισμα)
  2. με πολύ δυνατό ήχο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία