Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αηδόνισμα τα αηδονίσματα
      γενική του αηδονίσματος των αηδονισμάτων
    αιτιατική το αηδόνισμα τα αηδονίσματα
     κλητική αηδόνισμα αηδονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αηδόνισμα < (αηδονίζω) αηδονισ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ai̯ˈðo.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αη‐δό‐νι‐σμα
Κελάηδημα αηδονιού, αηδόνισμα.
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αηδόνισμα ουδέτερο

  1. το κελάηδημα του αηδονιού
  2. ήχος που θυμίζει το κελάηδημα του αηδονιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία