πολυζωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυζωνικός < πολυ- + ζωνικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική polyzonal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.zo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐ζω‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπολυζωνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) που αφορά πολλές ζώνες