μονοζωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.zo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐ζω‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμονοζωνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) που αφορά μία ζώνη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοζωνικός
|