↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοζωνικός η μονοζωνική το μονοζωνικό
      γενική του μονοζωνικού της μονοζωνικής του μονοζωνικού
    αιτιατική τον μονοζωνικό τη μονοζωνική το μονοζωνικό
     κλητική μονοζωνικέ μονοζωνική μονοζωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοζωνικοί οι μονοζωνικές τα μονοζωνικά
      γενική των μονοζωνικών των μονοζωνικών των μονοζωνικών
    αιτιατική τους μονοζωνικούς τις μονοζωνικές τα μονοζωνικά
     κλητική μονοζωνικοί μονοζωνικές μονοζωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοζωνικός < μονο- + ζωνικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.zo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐ζω‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοζωνικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία