ζωνικός
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωνικός | η | ζωνική | το | ζωνικό |
γενική | του | ζωνικού | της | ζωνικής | του | ζωνικού |
αιτιατική | τον | ζωνικό | τη | ζωνική | το | ζωνικό |
κλητική | ζωνικέ | ζωνική | ζωνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωνικοί | οι | ζωνικές | τα | ζωνικά |
γενική | των | ζωνικών | των | ζωνικών | των | ζωνικών |
αιτιατική | τους | ζωνικούς | τις | ζωνικές | τα | ζωνικά |
κλητική | ζωνικοί | ζωνικές | ζωνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζωνικός, -ή, -ό
- (τεχνολογία) ο σχετικός με χαρακτηριστική ζώνη, εύρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζωνικός
|