Δείτε επίσης: Πολυάνωρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πολυάνωρ οἱ/αἱ πολυάνορες
      γενική τοῦ/τῆς πολυάνορος τῶν πολυανόρων
      δοτική τῷ/τῇ πολυάνορ τοῖς/ταῖς πολυάνορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυάνορ τοὺς/τὰς πολυάνορᾰς
     κλητική ! πολυᾶνορ πολυάνορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυάνορε
γεν-δοτ τοῖν  πολυανόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυάνωρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυάνωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό, και σε επιθετική λειτουργία

  1. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, που κατοικείται από πολλά άτομα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1313 (1313-1314)
    τάχα δὴ πολυάνορα τάνδε πόλιν | καλεῖ τις ἀνθρώπων·
    Σε λιγάκι οι άνθρωποι όλοι | μεγαλούπολη θα λεν αυτή την πόλη·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1281 (1280-1282)
    καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ, | πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς | θεσφάτων ἀοιδαῖς.
    δίνει τ᾽ αξίωμα ξανά στο Λοξία, | και στους θνητούς, που μαζεύονται πλήθος στο θρόνο του γύρω, | πίστη στους θείους τους χρησμούς.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. (για γυναίκα) που έχει πολλούς συζύγους
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 62 (60-63)
    οὕτω δ᾽ Ἀτρέως παῖδας ὁ κρείσσων | ἐπ᾽ Ἀλεξάνδρῳ πέμπει ξένιος | Ζεὺς πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός, | πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ,
    Έτσι κι ο δυνατός Δίας ο ξένιος | καταπάνω στον Πάρη εκδικάτορες τους γιους στέλλει του Ατρέα, | βαριές μάχες κι αγώνα να στήσουνε | για χατίρι γυναίκας πολύαντρης,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία