Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολιτοφύλακας οι πολιτοφύλακες
      γενική του
του/της
πολιτοφύλακα
πολιτοφύλακος
των πολιτοφυλάκων
    αιτιατική τον/την πολιτοφύλακα τους/τις πολιτοφύλακες
     κλητική πολιτοφύλακα πολιτοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτοφύλακας < πολιτο(φυλακή) + -ο- + -φύλακας. Διαφορετικό το αρχαίο πολιτοφύλαξ.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.toˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐το‐φύ‐λα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία