Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκ-
ονομαστική / πολιτοφύλαξ οἱ/αἱ πολιτοφύλακες
      γενική τοῦ/τῆς πολιτοφύλακος τῶν πολιτοφυλάκων
      δοτική τῷ/τῇ πολιτοφύλακ τοῖς/ταῖς πολιτοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πολιτοφύλακ τοὺς/τὰς πολιτοφύλακᾰς
     κλητική ! πολιτοφύλαξ πολιτοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιτοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  πολιτοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτοφύλαξ < πολίτ(ης) + -ο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτοφύλαξ, -ακος αρσενικό

  1. φύλακας των πολιτών
  2. (στη Λάρισα, ο πληθυντικός πολιτοφύλακες) ανώτατοι άρχοντες της πόλης

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία