↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνιγμένος η πνιγμένη το πνιγμένο
      γενική του πνιγμένου της πνιγμένης του πνιγμένου
    αιτιατική τον πνιγμένο την πνιγμένη το πνιγμένο
     κλητική πνιγμένε πνιγμένη πνιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνιγμένοι οι πνιγμένες τα πνιγμένα
      γενική των πνιγμένων των πνιγμένων των πνιγμένων
    αιτιατική τους πνιγμένους τις πνιγμένες τα πνιγμένα
     κλητική πνιγμένοι πνιγμένες πνιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πνίγω, πνίγομαι

πνιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία