• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πνιγμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πνιγμένος πνιγμένη πνιγμένο
γενική πνιγμένου πνιγμένης πνιγμένου
αιτιατική πνιγμένο πνιγμένη πνιγμένο
κλητική πνιγμένε πνιγμένη πνιγμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πνιγμένοι πνιγμένες πνιγμένα
γενική πνιγμένων πνιγμένων πνιγμένων
αιτιατική πνιγμένους πνιγμένες πνιγμένα
κλητική πνιγμένοι πνιγμένες πνιγμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πνίγω, πνίγομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

πνιγμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη πνίγω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πνιγμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πνιγμένος&oldid=4728430"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:53

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:53.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie