Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πνιγμένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
πνιγμέν
ος
πνιγμέν
η
πνιγμέν
ο
γενική
πνιγμέν
ου
πνιγμέν
ης
πνιγμέν
ου
αιτιατική
πνιγμέν
ο
πνιγμέν
η
πνιγμέν
ο
κλητική
πνιγμέν
ε
πνιγμέν
η
πνιγμέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
πνιγμέν
οι
πνιγμέν
ες
πνιγμέν
α
γενική
πνιγμέν
ων
πνιγμέν
ων
πνιγμέν
ων
αιτιατική
πνιγμέν
ους
πνιγμέν
ες
πνιγμέν
α
κλητική
πνιγμέν
οι
πνιγμέν
ες
πνιγμέν
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πνιγμένος
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
πνίγω
,
πνίγομαι
Μετοχή
Επεξεργασία
πνιγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πνίγω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
πνιγμένος