Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πικρόλογο τα πικρόλογα
      γενική του πικρόλογου των πικρόλογων
    αιτιατική το πικρόλογο τα πικρόλογα
     κλητική πικρόλογο πικρόλογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικρόλογο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πικρόλογος < μεσαιωνική ελληνική πικρόλογος < ελληνιστική κοινή πικρολόγος < αρχαία ελληνική πικρός + λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πικρόλογο ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πικρόλογο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία