Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθανοφανής η πιθανοφανής το πιθανοφανές
      γενική του πιθανοφανούς* της πιθανοφανούς του πιθανοφανούς
    αιτιατική τον πιθανοφανή την πιθανοφανή το πιθανοφανές
     κλητική πιθανοφανή(ς) πιθανοφανής πιθανοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθανοφανείς οι πιθανοφανείς τα πιθανοφανή
      γενική των πιθανοφανών των πιθανοφανών των πιθανοφανών
    αιτιατική τους πιθανοφανείς τις πιθανοφανείς τα πιθανοφανή
     κλητική πιθανοφανείς πιθανοφανείς πιθανοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθανοφανής < πιθανός + -ο- + -φανής

  Επίθετο επεξεργασία

πιθανοφανής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία