Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιθανικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία el
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιθανικ
ός
η
πιθανικ
ή
το
πιθανικ
ό
γενική
του
πιθανικ
ού
της
πιθανικ
ής
του
πιθανικ
ού
αιτιατική
τον
πιθανικ
ό
την
πιθανικ
ή
το
πιθανικ
ό
κλητική
πιθανικ
έ
πιθανικ
ή
πιθανικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιθανικ
οί
οι
πιθανικ
ές
τα
πιθανικ
ά
γενική
των
πιθανικ
ών
των
πιθανικ
ών
των
πιθανικ
ών
αιτιατική
τους
πιθανικ
ούς
τις
πιθανικ
ές
τα
πιθανικ
ά
κλητική
πιθανικ
οί
πιθανικ
ές
πιθανικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία el
επεξεργασία
πιθανικός
<
πιθανός
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πιθανικός, ή, ό
(
σπάνιο
)
πιθανοφανής
,
ευλογοφανής
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πιθανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιθανικός
→
δείτε
τις λέξεις
πιθανοφανής
και
ευλογοφανής