πιθανοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιθανοτικός < απόδοση για την αγγλική probabilistic < απώτερης αρχής από την λατινική probo, probus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.θa.no.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
πιθανοτικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά) σχετικός με τις πιθανότητες, που αφορά δυνητικά εφικτό εύρος μελλοντικών εκδοχών γεγονότος, αφορά εύρος πιθανών εκβάσεων βάσει αλγορίθμου ή βάσει συμπεράσματος από προηγούμενα αντίστοιχα γεγονότα, ο βασισμένος στη θεωρία πιθανοτήτων
Συγγενικά επεξεργασία
- πιθανότητα
- κα → δείτε τη λέξη πιθανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιθανοτικός