probabiliste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
probabiliste | probabilistes |
Επίθετο
επεξεργασίαprobabiliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη probable
ενικός | πληθυντικός |
probabiliste | probabilistes |
probabiliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό