↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθανολογικός η πιθανολογική το πιθανολογικό
      γενική του πιθανολογικού της πιθανολογικής του πιθανολογικού
    αιτιατική τον πιθανολογικό την πιθανολογική το πιθανολογικό
     κλητική πιθανολογικέ πιθανολογική πιθανολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθανολογικοί οι πιθανολογικές τα πιθανολογικά
      γενική των πιθανολογικών των πιθανολογικών των πιθανολογικών
    αιτιατική τους πιθανολογικούς τις πιθανολογικές τα πιθανολογικά
     κλητική πιθανολογικοί πιθανολογικές πιθανολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιθανολογικός < πιθανολογ(ία) + -ικός. Δείτε και την ελληνιστική λέξη πιθανολογική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.θa.no.lo.ʝiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πιθανολογικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με αβάσιμες υποθέσεις
  2. πρόβλεψη με δόλο, σπεκουλάρισμα, σπέκουλα
  3. (μαθηματικά) πιθανοτικός

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία