πιθανολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιθανολογία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιθανολογία θηλυκό
- σπέκουλα
- πιθανοτική εκδοχή συμβάντων
- δυσαπόδεικτη θεωρία
- δόλια σκευωρία, συχνά παρουσιασμένη ως δεδομένη αλήθεια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιθανολογία
|