Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοτολογικός η εικοτολογική το εικοτολογικό
      γενική του εικοτολογικού της εικοτολογικής του εικοτολογικού
    αιτιατική τον εικοτολογικό την εικοτολογική το εικοτολογικό
     κλητική εικοτολογικέ εικοτολογική εικοτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοτολογικοί οι εικοτολογικές τα εικοτολογικά
      γενική των εικοτολογικών των εικοτολογικών των εικοτολογικών
    αιτιατική τους εικοτολογικούς τις εικοτολογικές τα εικοτολογικά
     κλητική εικοτολογικοί εικοτολογικές εικοτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικοτολογικός < εικοτολογία + -ικός < αρχαία ελληνική εἰκοτολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ko.to.lo.ʝiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

εικοτολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία