πιερότος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιερότος | οι | πιερότοι |
γενική | του | πιερότου | των | πιερότων |
αιτιατική | τον | πιερότο | τους | πιερότους |
κλητική | πιερότε | πιερότοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιερότος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pierrot (παλιά ιταλική pierroto + -ς [1]) ήρωας ιταλικής κωμωδίας, συνήθως υπηρέτης < γαλλική pierrot < όνομα Pierrot, υποκοριστικό του Pierre [2] < λατινική Petrus < αρχαία ελληνική Πέτρος < πέτρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pçeˈɾo.tos/ & /pi̯eˈɾo.tos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιερότος αρσενικό
- κλασική φιγούρα υπηρέτη στην παλιά ιταλική κωμωδία
- (κατ’ επέκταση) σχετική αποκριάτικη μεταμφίεση καθώς και ο άνθρωπος που τη φοράει
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πιερότος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.