Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηχτόγαλο τα πηχτόγαλα
      γενική του πηχτόγαλου των πηχτόγαλων
    αιτιατική το πηχτόγαλο τα πηχτόγαλα
     κλητική πηχτόγαλο πηχτόγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηχτόγαλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηχτόγαλο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πηχτόγαλοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)