περιστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιστατικός < ελληνιστική κοινή περιστατικός < αρχαία ελληνική περιίστημι < περί + ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασίαπεριστατικός
- (σπάνιο) που χρησιμεύει ή γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις
- (ουσιαστικοποιημένο) περιστατικό