ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περιπόδιον τὰ περιπόδι
      γενική τοῦ περιποδίου τῶν περιποδίων
      δοτική τῷ περιποδί τοῖς περιποδίοις
    αιτιατική τὸ περιπόδιον τὰ περιπόδι
     κλητική ! περιπόδιον περιπόδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιποδίω
γεν-δοτ τοῖν  περιποδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπόδιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περιπόδιος. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + -πόδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιπόδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. περίδεση ή επίδεσμος ποδιού, μέρος γύρω από το πόδι
     συνώνυμα: περιποδίη
  2. (ενδυμασία) ποδόγυρος, η κάτω άκρη ρούχου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

περιπόδιον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περιπόδιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιπόδιος