περιβολαρίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιβολαρίσιος < περιβολάρης + -ίσιος
Επίθετο επεξεργασία
περιβολαρίσιος
- που έχει σχέση με περιβόλι ή περιβολάρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιβολαρίσιος
|
περιβολαρίσιος
|