↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιβολάρικος η περιβολάρικη το περιβολάρικο
      γενική του περιβολάρικου της περιβολάρικης του περιβολάρικου
    αιτιατική τον περιβολάρικο την περιβολάρικη το περιβολάρικο
     κλητική περιβολάρικε περιβολάρικη περιβολάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιβολάρικοι οι περιβολάρικες τα περιβολάρικα
      γενική των περιβολάρικων των περιβολάρικων των περιβολάρικων
    αιτιατική τους περιβολάρικους τις περιβολάρικες τα περιβολάρικα
     κλητική περιβολάρικοι περιβολάρικες περιβολάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιβολάρικος < περιβολάρης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

περιβολάρικος

  1. που έχει σχέση με περιβολάρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με περιβόλι, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό ή προέρχεται απ’ αυτό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία