↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιβολίσιος η περιβολίσια το περιβολίσιο
      γενική του περιβολίσιου της περιβολίσιας του περιβολίσιου
    αιτιατική τον περιβολίσιο την περιβολίσια το περιβολίσιο
     κλητική περιβολίσιε περιβολίσια περιβολίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιβολίσιοι οι περιβολίσιες τα περιβολίσια
      γενική των περιβολίσιων των περιβολίσιων των περιβολίσιων
    αιτιατική τους περιβολίσιους τις περιβολίσιες τα περιβολίσια
     κλητική περιβολίσιοι περιβολίσιες περιβολίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιβολίσιος < περιβόλι + -ίσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

περιβολίσιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία