↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιαιρετός η περιαιρετή το περιαιρετό
      γενική του περιαιρετού της περιαιρετής του περιαιρετού
    αιτιατική τον περιαιρετό την περιαιρετή το περιαιρετό
     κλητική περιαιρετέ περιαιρετή περιαιρετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιαιρετοί οι περιαιρετές τα περιαιρετά
      γενική των περιαιρετών των περιαιρετών των περιαιρετών
    αιτιατική τους περιαιρετούς τις περιαιρετές τα περιαιρετά
     κλητική περιαιρετοί περιαιρετές περιαιρετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιαιρετός < αρχαία ελληνική περιαιρετός < περιαιρέω < περί + αἱρέω / αἱρῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

περιαιρετός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία