περιαιρετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιαιρετός < αρχαία ελληνική περιαιρετός < περιαιρέω < περί + αἱρέω / αἱρῶ
Επίθετο
επεξεργασίαπεριαιρετός
- (αρχαιοπρεπές) που είναι δυνατόν να αποσπαστεί, να αφαιρεθεί από κει που βρίσκεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιαιρετός
|