περιάνθιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περιάνθιο | τα | περιάνθια |
γενική | του | περιάνθιου & περιανθίου |
των | περιάνθιων & περιανθίων |
αιτιατική | το | περιάνθιο | τα | περιάνθια |
κλητική | περιάνθιο | περιάνθια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιάνθιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική périanthe[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perianth[1] < αρχαία ελληνική περί + ἄνθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριάνθιο ουδέτερο
- (βοτανική) το εξωτερικό περίβλημα ενός άνθους, τα σέπαλα (κάλυκας) και τα πέταλα (στεφάνη) που το περιβάλλουν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιάνθιο
- ↑ 1,0 1,1 περιάνθιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)