περιγόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιγόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perigonium / perigone < αρχαία ελληνική περί + γόνος < γίγνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιγόνιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιγόνιο